Ουάσινγκτον
Κάτω από τα χώματα της Εύφορης Κοιλάδας στη Μέση Ανατολή, ίχνη χιλιάδων αρχαίων οικισμών που κρύβονταν εδώ και χιλιετίες αποκαλύπτονται με ανάλυση δορυφορικών δεδομένων -μια νέα προσέγγιση που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε βασικό εργαλείο της αρχαιολογίας.
Οι ερευνητές του Χάρβαρντ και του MIT βασίστηκαν στο γεγονός ότι οι μακρόβιοι ανθρώπινοι οικισμοί τείνουν να αλλάζουν την υφή του εδάφους και να δημιουργούν λοφίσκους στο ξηρό τοπίο της Μεσοποταμίας -οι κάτοικοι χτίζουν πάνω σε διαδοχικά στρώματα παλαιότερων κατασκευών, ανυψώνοντας σταδιακά τους δρόμους και ολόκληρη την πόλη.
Χρησιμοποιώντας αυτοματοποιημένες τεχνικές ανάλυσης, βασισμένες στα φασματικά χαρακτηριστικά των περιοχών που έχουν διαμορφωθεί από ανθρώπινη δραστηριότητα, εντόπισαν 9 με 14 χιλιάδες πιθανούς αρχαίους οικισμούς, διάσπαρτους σε μια περιοχή 23.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στη βόρεια Μεσοποταμία, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της σημερινής Συρίας.
Τα ευρήματα καλύπτουν περίπου 8.000 χρόνια του πολιτισμού της Μεσοποταμίας.
«Από ό,τι γνωρίζουμε, αυτή είναι η μεγαλύτερη συστηματική μελέτη της αρχαιολογίας η οποία βασίστηκε σε δορυφορικές εικόνες» γράφουν οι ερευνητές, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματά τους στο Proceedings of the National Academy of Sciences.
Προηγούμενες αρχαιολογικές μελέτες βασίζονταν σε εικόνες του Google Earth και στις περισσότερες περιπτώσεις οι συγγραφείς αναζητούσαν τις ενδείξεις που τους ενδιέφεραν με το μάτι.
Αυτή τη φορά, όμως, ο Μπιόρν Μένζε του ΜΙΤ και ο Τζέισον Ουρ του Χάρβαρντ αξιοποίησαν εικόνες από κατασκοπευτικούς δορυφόρους της δεκαετίας του 1960, φωτογραφίες από σύγχρονους δορυφόρους γεωσκόπησης, καθώς και σε χάρτες του ανάγλυφου της επιφάνειας που προσέφερε η NASA.
Οι δύο ερευνητές εκπαίδευσαν ειδικό λογισμικό ώστε να αναγνωρίζει στις εικόνες τα μήκη κύματος που αντιστοιχούν σε ένα βασικό χαρακτηριστικό: η ανθρώπινη παρουσία τείνει να αλλάζει τη σύσταση και την υφή του εδάφους. Από προηγούμενες μελέτες, ήταν γνωστό ότι το χώμα γύρω από τους οικισμούς περιέχει περισσότερα οργανικά συστατικά, τα οποία προέρχονται από την αποσύνθεση των σκουπιδιών αλλά και από τους πλίνθους από τους οποίους κατασκευάζονταν τα κτίσματα. Επιπλέον, το έδαφος γύρω από τους οικισμούς έχει λεπτότερη υφή και τείνει να είναι πιο ανακλαστικό. Η ανάλυση αποκάλυψε 14.000 πιθανές τοποθεσίες.
Στην επόμενη φάση, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τοπογραφικά δεδομένα της NASA για να εντοπίσουν τις τοποθεσίες που εμφάνισαν ανύψωση, περιλάμβαναν δηλαδή λόφους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι λοφίσκοι αυτοί υποδηλώνουν την παρουσία ερειπίων στο υπέδαφος. Οι γήλοφοι αυτοί ονομάζονται «τελ» στα αραβικά, όρος που χρησιμοποιούν και οι αρχαιολόγοι.
Στην επόμενη φάση της μελέτης, το λογισμικό χρησιμοποίησε τα ίδια δεδομένα για να υπολογίσει τον όγκο των τελ -όσο μεγαλύτερος είναι ένας λοφίσκος, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να ήταν η διάρκεια ζωής αλλά και το μέγεθος ενός οικισμού.
Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν βέβαια να επιβεβαιώσουν ότι κάτω από τα 9.000 τελ που εντόπισαν υπάρχουν ερείπια -αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ανασκαφές.
Παρόλα αυτά, η μελέτη θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικός οδηγός για τους αρχαιολόγους που εξερευνούν ακόμα και σήμερα την αρχαία Μεσοποταμία.
Ο επόμενος στόχος των δύο ερευνητών είναι να μελετήσουν πώς η δημιουργία αρχαίων οικισμών σχετίζεται με τα μοτίβα της διαθεσιμότητας του νερού σε αυτή την περιοχή.
Οι ερευνητές του Χάρβαρντ και του MIT βασίστηκαν στο γεγονός ότι οι μακρόβιοι ανθρώπινοι οικισμοί τείνουν να αλλάζουν την υφή του εδάφους και να δημιουργούν λοφίσκους στο ξηρό τοπίο της Μεσοποταμίας -οι κάτοικοι χτίζουν πάνω σε διαδοχικά στρώματα παλαιότερων κατασκευών, ανυψώνοντας σταδιακά τους δρόμους και ολόκληρη την πόλη.
Χρησιμοποιώντας αυτοματοποιημένες τεχνικές ανάλυσης, βασισμένες στα φασματικά χαρακτηριστικά των περιοχών που έχουν διαμορφωθεί από ανθρώπινη δραστηριότητα, εντόπισαν 9 με 14 χιλιάδες πιθανούς αρχαίους οικισμούς, διάσπαρτους σε μια περιοχή 23.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στη βόρεια Μεσοποταμία, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της σημερινής Συρίας.
Τα ευρήματα καλύπτουν περίπου 8.000 χρόνια του πολιτισμού της Μεσοποταμίας.
«Από ό,τι γνωρίζουμε, αυτή είναι η μεγαλύτερη συστηματική μελέτη της αρχαιολογίας η οποία βασίστηκε σε δορυφορικές εικόνες» γράφουν οι ερευνητές, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματά τους στο Proceedings of the National Academy of Sciences.
Προηγούμενες αρχαιολογικές μελέτες βασίζονταν σε εικόνες του Google Earth και στις περισσότερες περιπτώσεις οι συγγραφείς αναζητούσαν τις ενδείξεις που τους ενδιέφεραν με το μάτι.
Αυτή τη φορά, όμως, ο Μπιόρν Μένζε του ΜΙΤ και ο Τζέισον Ουρ του Χάρβαρντ αξιοποίησαν εικόνες από κατασκοπευτικούς δορυφόρους της δεκαετίας του 1960, φωτογραφίες από σύγχρονους δορυφόρους γεωσκόπησης, καθώς και σε χάρτες του ανάγλυφου της επιφάνειας που προσέφερε η NASA.
Οι δύο ερευνητές εκπαίδευσαν ειδικό λογισμικό ώστε να αναγνωρίζει στις εικόνες τα μήκη κύματος που αντιστοιχούν σε ένα βασικό χαρακτηριστικό: η ανθρώπινη παρουσία τείνει να αλλάζει τη σύσταση και την υφή του εδάφους. Από προηγούμενες μελέτες, ήταν γνωστό ότι το χώμα γύρω από τους οικισμούς περιέχει περισσότερα οργανικά συστατικά, τα οποία προέρχονται από την αποσύνθεση των σκουπιδιών αλλά και από τους πλίνθους από τους οποίους κατασκευάζονταν τα κτίσματα. Επιπλέον, το έδαφος γύρω από τους οικισμούς έχει λεπτότερη υφή και τείνει να είναι πιο ανακλαστικό. Η ανάλυση αποκάλυψε 14.000 πιθανές τοποθεσίες.
Στην επόμενη φάση, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τοπογραφικά δεδομένα της NASA για να εντοπίσουν τις τοποθεσίες που εμφάνισαν ανύψωση, περιλάμβαναν δηλαδή λόφους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι λοφίσκοι αυτοί υποδηλώνουν την παρουσία ερειπίων στο υπέδαφος. Οι γήλοφοι αυτοί ονομάζονται «τελ» στα αραβικά, όρος που χρησιμοποιούν και οι αρχαιολόγοι.
Στην επόμενη φάση της μελέτης, το λογισμικό χρησιμοποίησε τα ίδια δεδομένα για να υπολογίσει τον όγκο των τελ -όσο μεγαλύτερος είναι ένας λοφίσκος, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να ήταν η διάρκεια ζωής αλλά και το μέγεθος ενός οικισμού.
Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν βέβαια να επιβεβαιώσουν ότι κάτω από τα 9.000 τελ που εντόπισαν υπάρχουν ερείπια -αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ανασκαφές.
Παρόλα αυτά, η μελέτη θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικός οδηγός για τους αρχαιολόγους που εξερευνούν ακόμα και σήμερα την αρχαία Μεσοποταμία.
Ο επόμενος στόχος των δύο ερευνητών είναι να μελετήσουν πώς η δημιουργία αρχαίων οικισμών σχετίζεται με τα μοτίβα της διαθεσιμότητας του νερού σε αυτή την περιοχή.
Newsroom ΔΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου