Όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος και ο προϋπολογισμός των ΗΠΑ για προμήθειες όπλων μειώθηκε κατά 2/3 η στρατιωτική οικονομία αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία. Ωστόσο, αμυντικοί κολοσσοί κατάφεραν να «πείσουν», πως το στρατιωτικό-βιομηχανικό κατεστημένο ήταν η λύση για την οικονομική ευημερία της «Αυτοκρατορίας». Η πορεία και η έρευνα απέδειξε πως μάλλον έπεσαν έξω.
Μετά τη δεκαετία του 1990 οι βιομηχανίες όπλων στις ΗΠΑ θέλοντας να ανατρέψουν τις εφιαλτικές πολιτικές περικοπών στις αμυντικές δαπάνες, άρχισαν να απλώνουν την αλυσίδα υπεργολαβικών αναθέσεων σε πολλές πολιτείες.
Με αυτόν τον τρόπο οικοδόμησαν έναν ισχυρό και διαχρονικό μηχανισμό άρρηκτων δεσμών με τοπικούς πολιτικούς συνδέοντας την αύξηση των θέσεων εργασίας με την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Η στρατιωτική παγκόσμια παντοδυναμία απαιτούσε παραγωγή όπλων, και αυτό προωθούσαν τα «γεράκια» στην Ουάσινγκτον.
Το πιο φωτεινό παράδειγμα ήταν αυτό του μεγαλύτερου αμυντικού εργολάβου στον κόσμο, τη Lockheed Martin, διαφημίζοντας ότι το μεγαλύτερο στρατιωτικό της έργο, το μαχητικό αεροσκάφος F-35, κατασκευάζεται σε 45 πολιτείες.
Η εταιρεία εμπλέκοντας τις περιοχές αυτές στην παραγωγή του υπερ-μαχητκού παρείχε ισχυρό επιχείρημα σε «φιλικούς» πολιτικούς προς τις εκλογικές τους περιφέρειες πως τα εργοστάσιά της δημιουργούν θέσεις εργασίας.
Ο μηχανισμός είναι απλός: πολλές παραγγελίες όπλων σημαίνει περισσότερα εργοστάσια, τα οποία με τη σειρά τους δημιουργούν θέσεις εργασίας. Έτσι, συνδέθηκαν οι ψήφοι των πολιτών που θα απασχολούνταν στα εργοστάσια της Lockheed Martin με το πάγιο αίτημα για υψηλότερους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς προς το Κογκρέσο.
Ωστόσο, η Αμερικανίδα ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών, η οποία ειδικεύεται στην στρατιωτική οικονομία, Miriam Pemberton έρχεται να διαψεύσει τους αμυντικούς κολοσσούς με έρευνα που δημοσιεύτηκε από το Πανεπιστήμιο Μπράουν στις ΗΠΑ.
Η διάψευση και η αντιπρόταση
Για πέντε χρόνια, το διάστημα 2015-2020, η Pemberton «όργωνε» κοινότητες στις ΗΠΑ, που συνδέονται με τη στρατιωτική οικονομία, από στρατιωτικές βάσεις, εργαστήρια πυρηνικών όπλων έως εργοστάσια όπλων. Πήρε συνεντεύξεις από παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων αξιωματούχων οικονομικής ανάπτυξης, ηγέτες επιχειρήσεων και εργαζομένων, τοπικούς πολιτικούς, εργαζόμενους στην παραγωγή, ερευνητές και μέλη της κοινότητας.
Όπως υποστηρίζει η Pemberton, οι στρατιωτικές δαπάνες δημιουργούν πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας από τις δαπάνες σε άλλους τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη και οι μαζικές μεταφορές.
Επιπλέον, οι αμυντικές δαπάνες δημιουργούν θέσεις εργασίας που φέρνουν πλούτο σε ορισμένους ανθρώπους και επιχειρήσεις, αλλά δεν ανακουφίζουν τη φτώχεια ούτε καταλήγουν σε ευημερία που κατανέμεται δίκαια. Από τις 20 Πολιτείες, των οποίων οι οικονομίες εξαρτώνται περισσότερο από τη στρατιωτική παραγωγή, οι 14 βιώνουν φτώχεια σε παρόμοια ή υψηλότερα ποσοστά από τον αμερικανικό μέσο όρο.
Άραγε είναι δυνατόν να επαναχρησιμοποιηθεί μέρος αυτής της ικανότητας της αμυντικής βιομηχανίας σε άλλους τομείς, να προσφέρει θέσεις εργασίας και παράλληλα να… αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή;
Η Pemberton πιστεύει πως ναι, φέρνοντας μάλιστα δύο παραδείγματα της μεταψυχροπολεμικής εποχής που ανακατευθύνθηκαν τμήματα της στρατιωτικής οικονομίας προς άλλες εθνικές προτεραιότητες.
HybriDrive: Ειδικοί των μαχητικών γίνονται ειδικοί στα λεωφορεία
Βλέποντας, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς να συρρικνώνονται, η Lockheed Martin προσπάθησε το 1993 να επεκτείνει τις δραστηριότητές πέραν της παραγωγής όπλων.
Μια από τις ομάδες της, που εργαζόταν σε μια μονάδα παραγωγής μαχητικών στο Binghamton της Νέας Υόρκης, αξιοποίησε τις γνώσεις της για να παράγει ένα σύστημα για αστικά λεωφορεία που μειώνει την κατανάλωση καυσίμου, τις εκπομπές άνθρακα, το κόστος συντήρησης και τον θόρυβο, που ονομάζεται «HybriDrive».
Ωστόσο, το 1999, η εταιρεία πούλησε την εγκατάσταση παραγωγής λεωφορείων HybriDrive και εγκατέλειψε σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειές της να απομακρυνθεί από την εξάρτηση από τα όπλα.
Παρ’ όλα αυτά, το πρότζεκτ δεν αφέθηκε, αλλά το ανέλαβε ο άλλος αμυντικός κολοσσός BAE Systems. Έτσι, τα υβριδικά λεωφορεία και τα νέα μοντέλα, με μηδενικές εκπομπές, μειώνουν τώρα τις εκπομπές –υπολογίζεται σε 520.000 τόνους CO2 έως το 2013– σε πόλεις από τη Νέα Υόρκη έως το Λονδίνο έως το Τόκιο.
«Αυτό το έργο μετατροπής πέτυχε εκεί που άλλα απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό επειδή οι μηχανικοί του έλαβαν σοβαρά υπόψη τις διαφορές μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών κατασκευαστικών και επιχειρηματικών πρακτικών, και προσάρμοσαν ανάλογα την παραγωγή τους» αναφέρεται στην έρευνα.
Για την Pemberton, το HybriDrive είναι μια ιστορία επιτυχίας και ένα παράδειγμα του πώς θα μπορούσε να μοιάζει η μετάβαση από μια οικονομία που εξαρτάται από τον πόλεμο και τα ορυκτά καύσιμα σε μια οικονομία που οδηγεί σε ευρύτερη ευημερία και λειτουργεί για την πρόληψη καταστροφικών κλιματικών αλλαγών και συγκρούσεων.
CALSTART: Ένα φιλόδοξο φιλειρηνικό πρότζεκτ που ναυάγησε
Το 1990, οι συνθήκες στην Καλιφόρνια φάνηκαν να είναι ώριμες για μια παρόμοια μετατροπή, καθώς η πολιτεία είχε θεσπίσει αυστηρά πρότυπα εκπομπών και η αεροδιαστημική βιομηχανία της που τροφοδοτείται από στρατιωτικές δαπάνες επλήγη από τις περικοπές του στρατιωτικού προϋπολογισμού μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η κομητεία του Λος Άντζελες ανέπτυξε μια στρατηγική για να ανταποκριθεί στην καταρρέουσα αεροδιαστημική βιομηχανία συνδέοντας τις υπάρχουσες ικανότητες με υποσχόμενες αναδυόμενες τεχνολογίες και στη συνέχεια επιχείρησε να πραγματοποιήσει επενδύσει στη μετατροπή της στρατιωτικής παραγωγής σε πράσινη τεχνολογία.
Μια πρωτοβουλία που προέκυψε ήταν η CALSTART, η οποία συγκέντρωσε μεγάλους εργολάβους αεροδιαστημικής, εμπορικούς κατασκευαστές, εταιρείες μηχανικής και περιβαλλοντικής έρευνας, δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και κρατικούς και τοπικούς αξιωματούχους για να επικεντρωθούν στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων.
Με την υποστήριξη του βουλευτή Χάουαρντ Μπέρμαν -του οποίου η περιφέρεια είχε υποστεί απώλεια 4.000 θέσεων εργασίας- η CALSTART μετέφερε τις επιχειρήσεις στις κλειστές εγκαταστάσεις της Lockheed στο Μπέρμπανκ.
Απολυμένοι μηχανικοί εργάστηκαν εκεί για να παράγουν ένα ηλεκτρικό όχημα που λέγεται ότι ήταν «έτη φωτός μπροστά από αυτό που υπήρχε εκεί έξω», όπως αναφέρεται στην έρευνα. Η CALSTART χρησιμοποίησε επίσης τεχνολογίες από τον φθίνοντα αμυντικό τομέα για να εγκαταστήσει εκατοντάδες σταθμούς φόρτισης γύρω από το Λος Άντζελες.
Ωστόσο, αυτή η ελπιδοφόρα προσπάθεια δεν είχε συνέχεια. Η CALSTART δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει το είδος της χρηματοδότησης ή της εγγυημένης αγοράς που παρέχει το Πεντάγωνο για στρατιωτικές συμβάσεις και αναγκάστηκε να τα βγάλει πέρα με αποσπασματικά κεφάλαια εκκίνησης και το μέτριο ποσό που μπορούσε να εξασφαλίσει ο Μπέρμαν μέσω των λογαριασμών πιστώσεων.
Το «μέρισμα ειρήνης» (peace dividend) -χρήματα που απελευθερώθηκαν από τις περικοπές στρατιωτικών δαπανών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο- μειώθηκαν σημαντικά, καθώς μεγάλο μέρος του χρησιμοποιήθηκε για τη μείωση του ελλείμματος και τις λεγόμενες επενδύσεις «διπλής χρήσης» που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τόσο στρατιωτικούς όσο και πολιτικούς σκοπούς.
Η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση και η δέσμευση για τη μετατροπή της οικονομίας σε μια πράσινη, πολιτική βιομηχανική βάση απλώς δεν παρασχέθηκαν στο επίπεδο που απαιτείται για την επιτυχία.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι το παράδειγμα της CALSTART δείχνει ότι τα εγχειρήματα μετάβασης από τα όπλα σε ειρηνικές τεχνολογίες θα είναι σπάνια εάν δεν πληρούνται δύο προϋποθέσεις: σημαντικές περικοπές στρατιωτικών δαπανών και ανακατεύθυνση αυτών των κεφαλαίων σε πράσινες μη στρατιωτικές βιομηχανικές δραστηριότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου